- προσκακοπαθῶ
- πρόσ-κακοπαθέωto be in ill plightpres subj act 1st sg (attic epic doric)πρόσ-κακοπαθέωto be in ill plightpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκακοπαθώ — έω, ΜΑ [κακοπαθῶ] υφίσταμαι και άλλες κακοπάθειες ή ταλαιπωρίες, πάσχω επί πλέον («διῆγον... οἱ ἄνδρες τῇ φυλακῇ προσκακοπαθοῡντες», Μηναί.) αρχ. συμπάσχω … Dictionary of Greek